- δραστηρίους
- δραστήριοςactivemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Εϊνάρ, Ζαν — (Jean Gabriel Eynard, 1775 – 1863). Γαλλοελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας, γνωστός και ως Εϋνάρδος. Ο Ε. συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση των οικονομικών πολλών ιταλικών κρατών και, μετά τη ναπολεόντεια περίοδο, εργάστηκε για την ανασυγκρότηση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ζαχάρωφ, Βασίλειος — (Μικρά Ασία 1849 – Μόντε Κάρλο 1936). Έλληνας επιχειρηματίας. Έδρασε κυρίως στην Ευρώπη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο όπλων και πετρελαίου. Ήρθε νέος στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως διερμηνέας και… … Dictionary of Greek
Κόρντα, Αλεξάντερ — (Sir Alexander Korda, Ουγγαρία 1893 – 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ουγγρικής καταγωγής Βρετανού σκηνοθέτη και παραγωγού Σάντορ Λάζλο Κέλνερ (Sαndor Lαszlσ Kellner). Από τους πλέον δραστήριους δημιουργούς όλων των εποχών στον κινηματογράφο,… … Dictionary of Greek
Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Μαρά, Ζαν Πολ — (Jean Paul Marat, Μπουντρί, Ελβετία 1743 – Παρίσι 1793). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αγγλία και μετά την επιστροφή στη πατρίδα του προσπάθησε να αναδειχθεί ως συγγραφέας, δίχως επιτυχία. Εργάστηκε ως γιατρός της σωματοφυλακής του κόμη … Dictionary of Greek
Μπους, Τζορτζ — (George Bush, Μίλτον Μασαχουσέτης 1924 –). Αμερικανός πολιτικός, 41ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1988 92). Γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη, αλλά μεγάλωσε στο Γκρίνουιτς του Koνέτικατ κοντά στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας του μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναμείχθηκε… … Dictionary of Greek